Παρατηρώντας κανείς τα δεκάδες υπέροχα -και ευρηματικά- γλυπτά με τα οποία ο κ. Παπαγιάννης διακόσμησε την είσοδο του χωριού του στο «Ελληνικό» και τα οποία προκύπτουν από τα κατ’ έτος συμπόσια που διοργανώνονται στο εκεί μουσείο του, δεν μπορεί να μην κάνει την απογοητευτική σύγκριση με τα βανδαλισμένα και ακρωτηριασμένα γλυπτά που βλέπει το σύνολο των επισκεπτών της πόλης, χρόνια τώρα, στο παραλίμνιο πάρκο Κατσάρη.
Αναρωτιέται, μάλιστα, διπλά κανείς όταν ακούει τον Δήμαρχο της πόλης να δηλώνει, για παράδειγμα, στο κανάλι της Βουλής ότι θα δώσει έμφαση στον καθημερινό πολιτισμό, στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα σχετικά με το τουριστικό προϊόν. Τι είδους πολιτισμός όμως είναι αυτός που δεν επιτρέπει να τοποθετηθούν όμορφα γλυπτά σε διάφορα σημεία της πόλης ώστε και να αντικαταστήσουν τα ακρωτηριασμένα και ρυπαρά ή να δώσουν μια νέα πνοή στον καθημερινό της πολιτισμό, αφού όπως παρατηρεί κάποιος εύκολα σε άλλους τουριστικούς προορισμούς, οι επισκέπτες αρέσκονται ιδιαίτερα να βλέπουν και να φωτογραφίζουν κάτι μοντέρνο, όμορφο, αλλιώτικο;
Φανταζόμαστε ότι και ο κ. Παπαγιάννης του οποίου τα γλυπτά έδωσαν μια άλλη ώθηση στο αισθητικό (και παιδευτικό) κομμάτι της πόλης -αρκεί να δει κανείς εκείνα στο Πανεπιστήμιο, στη γωνία του παραλίμνιου ή στη Ζωσιμαία Ακαδημία- είναι σίγουρο ότι θα έδινε και πάλι τις αρμόζουσες λύσεις. Αλλά του το ζήτησε άραγε κανείς;
Το αποτέλεσμα πάντως, παρατηρώντας ειδικά τα συγκεκριμένα δύο γλυπτά της φωτογραφίας που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας του κ. Μπέγκα, μιλάει από μόνο του. Δηλαδή οι τοπικοί μας άρχοντες δεν περνούν ποτέ από εκεί, περνούν αλλά κοιτάζουν αλλού ή δεν τους ενδιαφέρει καν τι βλέπουν; Γιατί κάτι άλλο δεν μπορεί να ισχύει. Και είναι κρίμα για την πόλη. Για να μην σχολιάσουμε την τύχη των γλυπτών στο Άλσος, κάτι που δεν θα συναντήσει κανείς ούτε σε χώρες τριτοκοσμικές, όπως αρεσκόμαστε να τις αποκαλούμε, οι οποίες όμως κάνουν συνεχώς και σταθερά βήματα προόδου.
Όπως λέει και ο ίδιος ο κ. Παπαγιάννης: «Στον τόπο μας τα έργα τέχνης βανδαλίζονται και αυτό δεν περιποιεί τιμή, είναι μάλλον βαρβαρότητα. Οι δήμοι δεν δείχνουν, κατά κανόνα, ιδιαίτερη φροντίδα για τα γλυπτά που τοποθετούνται σε δημόσιο χώρο. Τα αφήνουν ρυπαρά, αφώτιστα, με χώρους απεριποίητους και αντί να παίξουν τον παιδευτικό τους ρόλο, συμβαίνει το αντίθετο. Βέβαια, όλα αυτά εξαρτώνται και από το επίπεδο του κόσμου, πόσο σέβεται την τέχνη και πόσο την έχει ανάγκη».
Θα αλλάξει κάτι άραγε αυτή τη φορά ή θα μείνουμε πάλι στη θεωρία και στο «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε;»