Η Κινάζα, Ζου Λινγκ, που το 1994 είχε πέσει θύμα δηλητηρίασης χωρίς ποτέ να εξιχνιαστεί η υπόθεση-που συνεχίζει τόσα χρόνια μετά να απασχολεί την κοινή γνώμη στην χώρα- πέθανε σε ηλικία 50 ετών.
Η γυναίκα, ήταν φοιτήτρια χημείας στο Πανεπιστήμιο Τσίνγκχουα του Πεκίνου όταν δηλητηριάστηκε με το εξαιρετικά τοξικό χημικό, θάλλιο και έμεινε παράλυτη, σχεδόν τυφλή και με εγκεφαλική βλάβη έχοντας ανάγκη 24ωρης φροντίδας από τους γονείς της.
Κανείς δεν κατηγορήθηκε ποτέ για την υπόθεση που συνεχίζει να αποτελεί ένα μυστήριο.
Ωστόσο, η συμφοιτήτρια και συγκάτοικός της, Σαν Γουέι εξετάστηκε ως πιθανή ύποπτη, τρία χρόνια μετά το περιστατικό, δηλαδή το 1997, αλλά τελικά δεν της απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Συγκεκριμένα απαλλάχθηκε λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων ενώ επανειλημμένα, τα επόμενα χρόνια, έκανε αναρτήσεις στα social media υποστηρίζοντας πως είναι αθώα ενώ αργότερα άλλαξε και το όνομά της.
Στα τέλη του 1994, όπως αναφέρει το ΒΒC, η Ζου Λινγκ άρχισε να έχει πόνους στο στομάχι, να πέφτουν τα μαλλιά της και λίγο αργότερα έπεσε σε κώμα. Οι γιατροί αργότερα διέγνωσαν δηλητηρίαση από θάλλιο, ένα μαλακό μέταλλο που διαλύεται στο νερό και είναι άοσμο και άγευστο.
Υπήρξα αναφορές πως η συγκάτοικός της είχε πρόσβαση σε θάλλιο αλλά είπε ότι δεν ήταν η μόνη φοιτήτρια που είχε πρόσβαση στην τοξική ουσία.
Η οικογένεια και οι υποστηρικτές του θύματος είχαν υποστηρίξει ότι ένα πιθανό κίνητρο ήταν ότι η Σαν Γουέι ζήλευε την ομορφιά του θύματος και τα μουσικά και ακαδημαϊκά της επιτεύγματα. Εκείνη το αρνείτο.
Αργότερα, το 2013, και καθώς η όλη υπόθεση συνέχιζε να απασχολεί, υπήρξε αίτημα προς τις αμερικανικές αρχές να ερευνήσουν τον ρόλο της Σαν Γουέι και να την απελάσουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου πλέον ζούσε.
Στο αίτημα υπήρχαν αναφορές πως η οικογένεια της Σαν Γουέι έχει ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις και η ίδια είχε και ”κίνητρο αλλά και πρόσβαση στη θανατηφόρα χημική ουσία”.
Ο Λευκός Οίκος αρνήθηκε να σχολιάσει το αίτημα, αλλά είπε ότι η δηλητηρίαση της Ζου Λινγκ ”ήταν μια τραγωδία”. ”Κανένας νέος άνθρωπος δεν αξίζει να υποφέρει όπως εκείνη, και μπορούμε να καταλάβουμε τη στενοχώρια των δικών της”.
Το 2013, το Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας του Πεκίνου υπερασπίστηκε την έρευνά του, αλλά είπε ότι ο χρόνος που πέρασε, μαζί με τον μικρό όγκο αποδεικτικών στοιχείων, περιόρισε την ικανότητά του να ανοίξει ξανά την υπόθεση.
Μέσα μαζικής ενημέρωσης ανέφεραν ότι υπήρχαν εικασίες ότι η η Σαν Γουέι προστατεύτηκε από την άσκηση ποινικής δίωξης λόγω του παππού της, ανώτερου Κινέζου αξιωματούχου, και ενός άλλου συγγενή της, πρώην αντιδήμαρχου του Πεκίνου.
Η ίδια η Σαν Γουέι είπε ότι ο παππούς πέθανε την περίοδο που η ίδια ανακρινόταν από τις αρχές.
Η αστυνομία απέρριψε ισχυρισμούς ότι η έρευνά της είχε επηρεαστεί από άλλους.
Το 2013 η αστυνομία είπε: ”Η αφοσιωμένη ομάδα έρευνας εργάστηκε σύμφωνα με το νόμο και η έρευνα δεν διακυβεύτηκε ποτέ ούτε υπήρξε παρέμβαση σε αυτή καθ′ οιονδήποτε τρόπο”.