Η κόρη μιας μητέρας που είχε δολοφονηθεί μίλησε για πρώτη φορά για τον οδυνηρό θάνατο της μαμάς της σε μια προσπάθεια να βρει τους δολοφόνους οι οποίοι εξακολουθούν να κυκλοφορούν ελεύθεροι 30 χρόνια μετά τη δολοφονία.
Η Kelly Hill, 40 ετών, περιέγραψε στη Mirror πως άλλαξε η ζωή της στις 23 Δεκεμβρίου 1994, όταν πληροφορήθηκε ότι δεν θα έβλεπε ξανά τη μητέρα της Tracey Mertens που δολοφονήθηκε σε ηλικία 30 ετών.
Υπέστη εγκαύματα στο 94% του σώματός της και πέθανε στο νοσοκομείο 12 ώρες αργότερα – αλλά όχι πριν πει στην αστυνομία βασικές πληροφορίες για τους δολοφόνους της.
Τις τελευταίες ώρες της, η κυρία Tracey περιέγραψε τους δολοφόνους της στους ανακριτές ως δύο μαύρους άνδρες, περίπου 30 ετών, «μεγάλους και χοντρούς» με «τζαμαϊκανές προφορές». Είπε επίσης ότι άκουσε το ζευγάρι να μιλάει σε μια ξένη γλώσσα πριν της επιτεθούν.
Όμως, παρά τις προσπάθειες για τον εντοπισμό των δολοφόνων, κανείς δεν έχει καταδικαστεί ποτέ σε σχέση με τον θάνατό της.
Τώρα, η Kelly αποφάσισε να μιλήσει σε μια προσπάθεια να πάρει απαντήσεις για την εκλιπούσα μαμά της. Εξακολουθεί να ελπίζει ότι κάποιος θα μπει στη φυλακή.
«Ήμουν 11 ετών και ο κόσμος μου γκρεμίστηκε. Ξαφνικά έγινα ενήλικας και έπρεπε να αναλάβω ευθύνες που δεν μου αναλογούσαν, όπως να προσέχω τον μικρότερο αδερφό μου Daniel», είπε στη Mirror.
Τον Δεκέμβριο του 1994 η Tracey και ο σύντροφός της Joey Kavanagh μαζί με τα δύο παιδιά τους μετακόμισαν στο Rochdale, όμως για κάποιο λόγο συνέχισε να λαμβάνει την αλληλογραφία της στην παλιά διεύθυνση.
Ένα βράδυ πριν την 21η Δεκεμβρίου ξύπνησε την κόρη της και είπε: «Αν μου συμβεί ποτέ κάτι, πήγαινε στη γιαγιά ή στη θεία Saron», ενώ το επόμενο πρωινό έφυγε από το σπίτι και χαιρέτισε βιαστικά την Kelly, που την κοιτούσε απορημένη από το παράθυρο.
Σύμφωνα με την κόρη της, η μητέρα πήγε στην αδερφή της και στις 23 Δεκεμβρίου ξεκίνησε για το παλιό σπίτι, ώστε να πάρει την αλληλογραφία.
Όταν μπήκε στο παλιό οίκημα, δύο άνδρες χτύπησαν το κουδούνι και η Tracey άνοιξε την πόρτα. «Πού είναι ο Joey;» τη ρώτησαν αναφερόμενοι στον σύζυγο και εκείνη δεν απάντησε. Τότε, έδεσαν τα μάτια της και την έβαλαν μέσα σε Ford Escort, ενώ πήγαν σε μια εκκλησία στην πόλη Cheshire.
Εκεί έβγαλαν τη γυναίκα από το αμάξι, την άφησαν στην αυλή της εκκλησίας και την περιέλουσαν με βενζίνη, ενώ στη συνέχεια άναψαν φωτιά. Ένας περαστικός άκουσε τις κραυγές της 30χρονης και κάλεσε ασθενοφόρο, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο νοσοκομείο.
Συνολικά, νοσηλεύτηκε για 12 ώρες και πέθανε, καθώς είχε σοβαρά εγκαύματα στο 94% του σώματος. Όμως, πριν ξεψυχήσει περιέγραψε λεπτομερώς τους δράστες στις αρχές.
«Ήταν δύο μεγάλοι, χοντροί και μαύροι άνδρες που μιλούσαν με τζαμαϊκανή προφορά… Τούς άκουσα να μιλούν και μια ξένη γλώσσα», είπε στην κατάθεση της, με τις αρχές να μην εντοπίζουν κανένα.
Σύμφωνα με την Kelly, η ζωή της άλλαξε ριζικά και προς το χειρότερο, ενώ ο πατέρας της δεν αποκάλυψε αμέσως την αλήθεια, ισχυριζόμενος ότι η μητέρα της πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστήχημα. Η γυναίκα έμαθε τι έγινε μετά από καιρό, ενώ δύο χρόνια μετά το τραγικό περιστατικό το έσκασε από το σπίτι μαζί με τον αδερφό της.
«Η ζωή με τον πατέρα μου ήταν άθλια. Δεν μας έδινε καμία σημασία. Καθάριζα τη σχολική στολή μου και του αδερφού μου με οδοντόβουρτσα», είπε η γυναίκα που πλέον είναι 40 ετών.
Τα παιδιά έμειναν με συγγενείς της μητέρας, ενώ απέκτησαν δύσκολη ή και παραβατική συμπεριφορά, με την Kelly να μένει έγκυος σε ηλικία 15 ετών, ενώ έκανε αρκετές απόπειρας αυτοκτονίας.
Ωστόσο, πλέον έχει φτιάξει τη ζωή της και μιλάει δημόσια, ώστε να βρεθεί κάποιος μάρτυρας και να δικαιωθεί η μνήμη της μητέρας της, με την 40χρονη να αναφέρει πως «η μαμά μου έχει μόνο μια ωραία ταφόπλακα, αλλά όχι δικαιοσύνη.
Αυτοί που τη δολοφόνησαν κυκλοφορούν ελεύθεροι εδώ και 30 χρόνια, ζώντας τις ζωές τους και η αστυνομία δεν κάνει τίποτα. Σας παρακαλώ, όποιος ξέρει κάτι, να μιλήσει».