Παράλληλη ανάγνωση των προσωπικών ημερολογίων, δύο συγγραφέων που νόσησαν με καρκίνο του μαστού. Πρόκειται για τα: «Ημερολόγια καρκίνου» (μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου, εκδ. Κείμενα) της Όντρι Λορντ και «Καλά και σήμερα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2015) της Σοφίας Νικολαΐδου.
Γράφει η Φανή Χατζή
Για την Όντρι Λορντ (1934 – 1992) ο γολγοθάςμε τον καρκίνο ξεκινά την Ημέρα της Εργασίας τον Σεπτέμβριο του 1978, όταν εκτελώντας τη συνηθισμένη αυτοεξέταση στον δεξί της μαστό εντοπίζει ένα γρομπαλάκι. Θα μεσολαβήσουν κάποιες εβδομάδες μέχρι τη βιοψία και αφού αποδειχτεί η κακοήθεια θα ακολουθήσει η μαστεκτομή. Για τη Σοφία Νικολαΐδου η αναμέτρηση με τον καρκίνο ξεκινά επίσης έναν Σεπτέμβριο, αυτόν του 2014, όταν σε μια τυχαία ψηλάφηση του δεξιού μαστού ακουμπά κι αυτή ένα γρομπαλάκι. Μέσα σε δέκα μέρες υπόκειται στην ίδια χειρουργική επέμβαση.
Η Λορντ βρίσκεται σε κατάσταση άρνησης μέχρι να αποδεχτεί την πραγματικότητα, ελπίζει ότι θα ξυπνήσει από αυτό το κακό όνειρο, ενώ η απόφαση της μαστεκτομής τη βρίσκει σε μια μετέωρη φάση, χωρίς πραγματικό έλεγχο, για πρώτη φορά στη ζωή της. Η Νικολαΐδου, από την άλλη, δεν επιτρέπει να περάσει ο χρόνος σε μετεωρισμούς, απορίες, μοιρολατρίες, αλλά πιέζει τον γιατρό της για άμεση εγχείρηση. Οι πορείες των δύο γυναικών έκτοτε θα είναι πολύ διαφορετικές. Η Λορντ αρνείται τις επιπλέον ακτινοβολίες και χημειοθεραπείες, οπωσδήποτε λιγότερο προηγμένες εκείνη την εποχή, και θα παλέψει με εναλλακτικές θεραπείες. Η Νικολαΐδου αναλαμβάνει το επιπλέον ψυχικό και σωματικό κόστος των χημειοθεραπειών, το οποίο μοιράζεται με τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες στο βιβλίο της.
«Μην τσουβαλιάζετε τους ασθενείς. Καθένας είναι η ατομική του περίπτωση»
Αν και υπάρχουν «παράγοντες κινδύνου» που αυξάνουν τις πιθανότητες προσβολής, ο καρκίνος του μαστού μπορεί, δυνητικά, να προσβάλλει οποιαδήποτε γυναίκα, ακόμα κι αν δεν ανήκει στα άτομα υψηλού κινδύνου, όπως η Σοφία που νοσεί κόντρα στις στατιστικές. Αυτή η φαινομενική «ισότητα» στον καρκίνο, δεν σημαίνει και ισότητα στο βίωμα. Από τη στιγμή που το σώμα προσβάλλεται, η εμπειρία βιώνεται τελείως διαφορετικά. Κάθε περίπτωση είναι τόσο μοναδική, ώστε αν είχαμε διαβάσει δέκα μαρτυρίες θα είχαμε δέκα τελείως διαφορετικά βιβλία. Η Λορντ ξεκαθαρίζει ήδη από την πρώτη φράση της εισαγωγής της ότι «το πώς αντιδράει κάθε γυναίκα στην κρίση που φέρνει στη ζωή της ο καρκίνος του μαστού βασίζεται σε ένα ολόκληρο μοτίβο, το οποίο είναι συνάρτηση του ποια είναι και πώς έχει ζήσει τη ζωή της» (σελ. 15). Η Νικολαΐδου, στο Καλά και σήμερα (εκδ. Μεταίχμιο), το λέει λίγο πιο άμεσα: «Μην τσουβαλιάζετε τους ασθενείς. Καθένας είναι η ατομική του περίπτωση» (σελ. 114).
Αυτό όμως που έχει σημασία να φωτίσουμε είναι τα κοινά αιτήματα και διδάγματα που αναβλύζουν από τα βιβλία και αντηχούν ηχηρά από το μακρινό 1978 και το πιο κοντινό 2014 έως σήμερα, μέσα από τη δύναμη αυτών των γυναικών. Το αίτημα για σπάσιμο της σιωπής και του στίγματος που περιβάλλει τον καρκίνο, το αίτημα να ακουστεί ο πόνος που συνεπάγεται η αρρώστια αλλά και η ίδια η αξία της ανθρώπινης επαφής ως παυσίλυπο. Επίσης, τα βιβλία αυτά μας προσκαλούν να επανεξετάσουμε τις προτεραιότητες της ζωής μας.
Ο καρκίνος ως πόλεμος και η γραφή ως όπλο
Μια μεταφορά που διατρέχει και τις δύο καταγραφές είναι ο παραλληλισμός του καρκίνου με πόλεμο και η μαχητικότητα των δύο γυναικών που νοσούν, αλλά δεν παρατούν τη μάχη. «Έχουμε πόλεμο» (σελ. 49) διακηρύσσει η Νικολαΐδου όταν μαθαίνει ότι δεν μπορεί να γλιτώσει τη χημειοθεραπεία, παρά την εγχείρηση. Στην κορύφωση του πόνου που θα τις προκαλέσουν οι εγχύσεις του φαρμάκου, θα αποφανθεί ότι ο πόλεμος είναι «πρωτίστως με τον εαυτό σου» (σελ. 212). Η Λορντ θεωρεί ότι η μάχη είναι κατά της απελπισίας και απαιτεί να αναγνωρίσει «τον εχθρό απ’ έξω και τον εχθρό από μέσα» (σελ. 30). Αναφερόμενη στις γυναίκες που υπέστησαν ακρωτηριασμό «εξαιτίας του καρκίνου, που εξελίσσεται στην πιο σημαντική μάστιγα της εποχής μας» τις χαρακτηρίζει «πολεμίστριες» (σελ. 108). Όταν αναμετράται με τον δικό της ακρωτηριασμό, φέρνει συνεχώς στο νου της τις Αμαζόνες της Δαχομέης.
Η Νικολαΐδου μοιάζει με πνευματική απόγονο και συνεχίστρια της Λορντ όταν γράφει το 2014 τη φράση: «Δεν θέλω μυστικά, δεν θέλω κλειστές πόρτες, τα θέλω όλα στο φως. Καρκίνος, καρκίνος, καρκίνος. Η αρρώστια μου έχει όνομα» (σελ. 19).
Ανάμεσα σε άλλα σημαντικά όπλα, όπως θα αναδειχθούν και στη συνέχεια, βασικό και για τις δύο είναι η γραφή. Η Νικολαΐδου δεν χάνει χρόνο, ήδη από τη λήψη της διάγνωσης αποφασίζει: «Θα γράψω ένα βιβλίο (…) ένα χρονικό για την αρρώστια πάνω στο σώμα μου. Με παρηγόρησε η σκέψη» (σελ. 15). Κουβαλά στο νοσοκομείο τα τετράδιά της, και όταν ανακτά λίγες δυνάμεις, μεταφέρει τις σημειώσεις στο λάπτοπ. Αυτό η ταυτόχρονη διαδικασία μεταξύ βιωμένης εμπειρίας και καταγραφής, τής επιτρέπει να παρατηρεί και τη θετική επίδραση της γραφής πάνω της: «η συγγραφή έκανε την αρρώστια λιγότερο φοβερή (…) είναι φάρμακο και παρηγοριά. Δύναμη» (σελ.63). Φτάνει μέχρι το σημείο να τη χαρακτηρίσει θεραπευτική: «αυτό το ξεγύμνωμα, η ωμή πραγματικότητα, χωρίς τη συγκάλυψη της μυθοπλασίας ή την ψευτιά της πρόζας, είναι η θεραπεία μου» (σελ. 229).
Λορντ: το σπάσιμο της σιωπής
Τη θεραπευτική ιδιότητα της γραφής τονίζει και η Λορντ στα δικά της Ημερολόγια καρκίνου (μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου, εκδ. Κείμενα). «Η δουλειά μου με κράτησε ζωντανή τη χρονιά που πέρασε» (σελ. 23), αποφαίνεται τον Ιανουάριο του 1980, έχοντας αφήσει τα πιο δύσκολα πίσω της. Χαρακτηρίζει, μάλιστα, την συγγραφή του αυτοβιογραφικού της μυθιστορήματος Zami: A New Spelling of My Name ως «σανίδα σωτηρίας» (23). Ωστόσο, σχετικά με το βίωμα της μαστεκτομής και των ακόλουθων ημερών, η Λορντ αδυνατεί να γράψει εν θερμώ, τη στιγμή που συμβαίνουν όλα. Καταγράφει σε χαρτάκια τα όνειρά της, κρατά ημερολόγιο, αλλά στο τελικό κείμενο που διαβάζουμε το 1980 ο βασικός κορμός της αφήγησης είναι παρελθοντικός. Όταν από απόσταση επισκέπτεται εκείνες τις στιγμές, ανακαλεί: «Έχουν τόσες αποχρώσεις όσα συνέβησαν μέσα μου εκείνες τις μέρες. Και απέφευγα να δεσμευτώ γραπτά, γιατί ο φωτισμός μπορεί να άλλαζε πριν ακόμα βγει η λέξη, πριν στεγνώσει το μελάνι» (σελ. 81).

Αυτός είναι ο λόγος που τα Ημερολόγια Καρκίνου είναι στην πραγματικότητα μια αποσπασματική συλλογή κειμένων που περιλαμβάνουν ημερολογιακές καταγραφές αρκετούς μήνες μετά τη μαστεκτομή, μια αναδρομική αφήγηση των κρίσιμων ημερών αλλά και δύο δοκιμίων της Λορντ. Συγκεντρώνοντας αυτά τα ετερόκλητα κείμενα η Λορντ μεταμορφώνει, δεκαοκτώ μήνες μετά τη μαστεκτομή, τον πόνο της σε δύναμη. Έτσι, η γραφή της γίνεται εκ των υστέρων ένα όπλο που χρησιμοποιεί κατά της επιβεβλημένης σιωπής που, την εποχή εκείνη, περιβάλλει το βίωμα των γυναικών και δίνει φωνή στα συναισθήματα που αποσιωπώνται, προκειμένου αυτά «να αναγνωρίζονται, να γίνονται σεβαστά και να είναι χρήσιμα» (σελ. 15). Εντάσσει, μάλιστα, το έργο της σε ένα «συνεχές της δουλειάς όλων των γυναικών» (σελ. 31) και ελπίζει να εμπνεύσει άλλες γυναίκες να σπάσουν αυτή τη σιωπή.
Υπό αυτή την έννοια, η Νικολαΐδου μοιάζει με πνευματική απόγονο και συνεχίστρια της Λορντ όταν γράφει το 2014 τη φράση: «Δεν θέλω μυστικά, δεν θέλω κλειστές πόρτες, τα θέλω όλα στο φως. Καρκίνος, καρκίνος, καρκίνος. Η αρρώστια μου έχει όνομα» (σελ. 19).
Ο ανείπωτος πόνος και η απανθρωποίηση
Ο πόνος και οι μυριάδες απολήξεις του διατρέχουν τις δύο μαρτυρίες και αποτελούν τη συνεκτική ουσία των δύο βιβλίων. Όταν αναφέρονται στον σωματικό πόνο, οι δύο συγγραφείς είναι πιο ξεκάθαρες. Η Λορντ περιγράφει μια κλίμακα από πόνους που βιώνει μετά τη μαστεκτομή («αβάσταχτοι», «μόνιμοι», «διακεκομμένοι» «σύντομοι και οξείς, μακρόσυρτοι και αμβλείς») και η Νικολαΐδου ένα σύνολο συμπτωμάτων μετά τις χημειοθεραπείες (μούδιασμα, ανακατωσούρα, ζάλη, αδυναμία, δυσφορία). Όμως, καθώς ο πόνος περνάει σε κάτι βαθύτερο, πιο εσωτερικό, οι λέξεις αποδεικνύονται λίγες. Τότε οι δύο συγγραφείς περνούν στο πεδίο της ανοικείωσης, μεταχειρίζονται τον πόνο αφαιρετικά. Γράφει τον Ιανουάριου του 1979 η Λορντ: «Ο πόνος με κατακλύζει σαν απόστημα» (σελ. 18) και τον επόμενο μήνα: «ο κάθε τρόμος παραμένει σαν ατσαλένια μέγγενη μέσα στη σάρκα μου» (σελ. 19). Η Νικολαΐδου μετά την τρίτη χημειοθεραπεία ξεσπά κατά της φόρμας διαβάθμισης πόνου που πρέπει να συμπληρώσει: «Αυτό που νιώθω δεν μετριέται και δεν περιγράφεται. Κατάβαση στον Άδη, με το κεφάλι» (σελ. 186). Κάπου εκεί, στο φάσμα του ανείπωτου, υποδηλώνεται ο άφατος πόνος της θέασης της πληγής, μετά την εγχείρηση, δοσμένος και στις δύο γυναίκες με ελάχιστες λέξεις. Αυτός είναι βουβός πόνος, είναι για κάτι που χάθηκε. Η Λορντ θα το ονομάσει «πένθος του ακρωτηριασμού».
Η Λορντ αναμετράται με ένα ψυχρό νοσοκομειακό περιβάλλον, που σε κάθε ιατρική πράξη την αποξενώνει.
Παλεύοντας με τον καρκίνο, οι δυο γυναίκες αντιστέκονται στην απανθρωποίησή τους. Η Λορντ αναμετράται με ένα ψυχρό νοσοκομειακό περιβάλλον που σε κάθε ιατρική πράξη την αποξενώνει. Στην παγερή αίθουσα ανάνηψης μετά τη βιοψία ξυπνά τρομοκρατημένη και παγώνει, ενώ αργότερα λίγο πριν την μαστεκτομή νιώθει εντελώς αποξενωμένη: «έπαψα να είμαι ένας άνθρωπος που είναι ο εαυτός του και έγινα ένα πράγμα πάνω σε ένα φορείο που το πάνε για παράδοση στον Μολώχ, μια σκοτεινή ζωντανή θυσία σε αυτό το ολόλευκο μέρος» (σελ. 63). Η Νικολαΐδου πασχίζει να μετατρέψει την ψυχρή, μοναχική διαδικασία της χημειοθεραπείας σε ευχάριστο συναπάντημα. Πηγαίνει κάθε φορά με τις φίλες της, οι οποίες την κάνουν να ξεχνιέται. Όμως τίποτα δεν μπορεί να την ξεγελάσει για τη δηλητηριώδη επίδραση των ουσιών πάνω της: «τα φάρμακα που με ποτίζουν χτυπάνε στον πυρήνα της ύπαρξης» (σελ. 184).
Ανθρώπινο δίκτυο και μικρές καθημερινές χαρές
Ευθύ αντιστάθμισμα σε αυτόν τον πόνο και το αίσθημα της απανθρωποίησης είναι το ανθρώπινο δίκτυο, η ζεστή αγκαλιά που περιβάλλει τις δύο γυναίκες και τις επαναφέρει στη θαλπωρή, απαλύνοντας για λίγο το άλγος τους. Ένα ανθρώπινο δυναμικό ενεργοποιείται για να παράσχει έμπρακτη βοήθεια, να απασχολήσει τα παιδιά, να προσφέρει τρυφερά δώρα αγάπης ή παρήγορα λόγια. Είναι, μεταξύ άλλων, η Φωτούλα, η Μαρία, η Αλεξάνδρα, η Αθηνά, η Κυριακή, οι Κατερίνες, ο Γιώργος στην περίπτωση της Σοφίας, η Μπλανς, η Κλερ, η Έντριεν, η Μπερνίς, η Ντίνα και η Μισέλ στην περίπτωση της Όντρι. Η Νικολαΐδου αποκαλεί τους φίλους της «φωλιά» (σελ. 27), «φάρμακο» (σελ. 39), και «το σελοφάν» που την τυλίγει. Η Λορντ περιγράφει τις φίλες που τη ζέσταναν κυριολεκτικά και μεταφορικά ως «ένα δίχτυ από γυναικεία αγάπη και δυνατές ευχές για πίστη και ελπίδα» (51).
Για τη Σοφία είναι οι βόλτες στη θάλασσα, ένα σινεμά ή μια προβολή στο σπίτι, ο ήλιος, «στιγμές χαράς από το τίποτα» (σελ. 78). Για την Όντρι είναι το διάβασμα, ο αυνανισμός, η προσοχή στη διατροφή της, «μικρές αλλά τόσο σημαντικές νίκες»
Πρώτοι του «χορού» και στις δύο περιπτώσεις οι σύντροφοί τους, η Φράνσις για την Όντρι και ο Σάκης (σ.σ. ο συγγραφέας Σάκης Σερέφας) για τη Σοφία. Η Όντρι δεν αναφέρει πολλά για τη Φράνσις, πέρα από το ότι είναι το «ηλιοτρόπιό» της (σελ. 48), ένα «σταθερό, ζεστό φως» (σελ. 53) στη ζωή της, ο άνθρωπός της, το στήριγμά της. Χωρίς να παίζει κανέναν ρόλο η διαφορά του φύλου, με την ίδια ένταση αγάπης, αφοσίωσης και δοτικότητας στέκεται και ο Σάκης δίπλα στη Σοφία, σαν ένας σιωπηλός ακούραστος συνοδοιπόρος. Όμως σε αντίθεση με την Λορντ που αναφέρει μόνο αποσπασματικά τα παιδιά της και λίγο περισσότερο την κόρη της, Μπεθ, η Νικολαΐδου μας εισάγει στην καθημερινότητά της με τον Σάκη και τον εντεκάχρονο γιο τους, Γιάννη, σε ένα σπίτι που δεν μπορεί να αποφύγει ενίοτε τους τριγμούς και να λυγίσει υπό την πίεση της κατάστασης αλλά κυρίως ξεχειλίζει από τρυφερότητα και αγάπη. Ο χαρακτηρισμός που θα αποδώσει στον σύζυγο και στο γιο της η Σοφία, ως το «μαξιλάρι» της (σελ. 130) είναι αρκετά δηλωτικά όλης της στήριξης και φροντίδας που της προσφέρουν σε αυτό το διάστημα.
Κι αν αυτές οι στιγμές με την οικογένεια, εν ευρεία και στενή εννοία, είναι παρήγορες, υπάρχουν αμέτρητες άλλες, πιο μοναχικές, στις οποίες οι δύο ηρωίδες καλούνται να εντοπίσουν τη δύναμη και τη χαρά για να επιβιώσουν. Για τη Σοφία είναι οι βόλτες στη θάλασσα, ένα σινεμά ή μια προβολή στο σπίτι, ο ήλιος, «στιγμές χαράς από το τίποτα» (σελ. 78). Για την Όντρι είναι το διάβασμα, ο αυνανισμός, η προσοχή στη διατροφή της, «μικρές αλλά τόσο σημαντικές νίκες» (23). Εξίσου παρηγορητικά λειτουργούν και οι συναντήσεις με γυναίκες που νόσησαν, «αδελφές στον πόνο και στον φόβο» (Νικολαΐδου, 22) με τις οποίες μοιράζονται ανησυχίες, φόβους, άγχη. Υπάρχει, όμως, κι ένα μεγάλο μέρος «ταβανοθεραπείας», στο οποίο οι συγγραφείς δεν αναμετρούνται με τίποτα άλλο πέρα από τις σκέψεις τους.
Αντικρίζοντας τη θνητότητα – Ζωή με αυτεπίγνωση
«Όλες οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού μοιράζονται το κοινό στοιχείο της απομόνωσης και της οδυνηρής επαναξιολόγησης» (σελ.17) γράφει η Λορντ και η καταγραφή της Νικολαΐδου απηχεί έντονα αυτή την ιδέα. Ταυτόχρονα με τη διαρκή επαγρύπνηση που βιώνουν οι δύο πάσχουσες γυναίκες για να μην παραδοθούν στον βούρκο της απελπισίας, επιδεικνύοντας τεράστια αποθέματα δύναμης [(Λορντ: «Καμιά όρεξη δεν έχω να είμαι δυνατή, έχω όμως άλλη επιλογή;» (σελ. 22)/ Νικολαΐδου: «δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να είσαι δυνατή» (σελ. 55)], έρχονται αντιμέτωπες με το ζήτημα της θνητότητάς τους. Στην περίπτωση της Νικολαΐδου, ο φόβος μετουσιώνεται στο προσωπικό της ποσοστό πιθανότητας θανάτου που της γνωστοποιεί ο γιατρός της, ενώ για τη Λορντ είναι μια βαθιά πεποίθηση: «Θα πέθαινα, και μπορεί πολύ πιο σύντομα από όσο είχα ποτέ φανταστεί» (σελ. 45).
Απόρροια αυτής της επίγνωσης είναι η επανεξέταση και προτεραιοποίηση των σημαντικών στη ζωή, αυτό που η Λορντ αποκαλεί «εμπειρία» (σελ. 42). Η Νικολαΐδου διαπιστώνει με θλίψη ότι το διάστημα της αναρρωτικής της άδειας είναι η πρώτη φορά που διαχειρίζεται τον χρόνο της όπως θέλει και όχι όπως πρέπει, που αφουγκράζεται τις ανάγκες της, που απολαμβάνει μικρές χαρές όπως μια αυθόρμητη εξόρμηση για θαλασσινά το μεσημέρι μιας συνηθισμένης μέρας και δεν αναλώνεται στα άγχη και τις ανησυχίες της καθημερινότητας. Η Λορντ αποφασίζει να εξοβελίσει τον φόβο και τη σιωπή, και να διαχειριστεί τις ανησυχίες ώστε να μπορεί να απολαμβάνει τις μικρές χαρές: «να κινούμαι και να δρω και να νιώθω και να γράφω και να αγαπάω και να ξαπλώνω έξω στον ήλιο» (σελ. 97). Η μεγαλύτερη ελευθερία προκύπτει για την Λορντ όταν συνειδητοποιεί το εξής: «μόλις αποδεχτώ την ύπαρξη του θανάτου ως διεργασία της ζωής, ποιος θα μπορέσει να ασκήσει ποτέ ξανά πάνω μου εξουσία;» (43). Η Νικολαΐδου κάνει τη δική της επανάσταση απέναντι στις «μικροεξουσίες»: «Ο κόσμος καίγεται (…) κι εμείς κοπτόμαστε για παραδοτέα, κλείδες αξιολόγησης και άλλα ηχηρά παρόμοια» (σελ. 230).
Η Όντρι Λορντ γράφει υπό την «επήρεια» των ταυτοτήτων της, την υπενθύμιση των «φωνών της», δηλαδή τα «μυριάδες κομμάτια του εαυτού μου και του υπόβαθρού μου και της εμπειρίας μου και του ορισμού του εαυτού μου».
Καρκίνος και «καλλωπιστικές» επεμβάσεις
Ένα μεγάλο σημείο διαφοροποίησης των δύο συγγραφέων που αποδεικνύει και τις κρίσιμες κοινωνικές συνθήκες που περιβάλλουν το βίωμά τους είναι η αντιμετώπιση των επεμβάσεων αποκατάστασης του στήθους. Η Λορντ, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, «Δύναμη εναντίον προσθετικού στήθους» βάλλει κατά της βιομηχανίας που πλουτίζει πείθοντας τις γυναίκες να βάλουν προσθετικό στήθος μετά τη μαστεκτομή. Η Λορντ βλέπει το προσθετικό στήθος σαν μια πατριαρχικά επιβεβλημένη απόκρυψη της «διαφοράς», που καθιστά τις εγχειρισμένες επιβιώσασες του καρκίνου λιγότερο αρεστές στο ανδρικό μάτι. Η ίδια διατρανώνει: «οι ουλές μου είναι τίτλος τιμής» (σελ. 109) και έκτοτε κυκλοφορεί σαν μια σύγχρονη αμαζόνα (βλ. και το πιο διάσημο πορτρέτο της από τον Jack Mitchell το 1983).
Η Νικολαΐδου, από την άλλη, έχει να αναμετρηθεί με ένα ασφαλιστικό σύστημα που αντιμετωπίζει την πλαστική στήθους μετά τον καρκίνο ως «καλλωπιστική» και μια ατελείωτη γραφειοκρατία για την επιστροφή των χρημάτων της περούκας που αγοράζει. Διεκδικεί, μέσω της γραφής της, την επανορθωτική πλαστική στήθους ως μέρος της αποκατάστασης του ακρωτηριασμού και βάλλει κατά της κοινωνικής ασφάλισης που την εξαιρεί. Για την ίδια, αυτή η εγχείρηση είναι πέρα από μέρος της θεραπείας και αναφαίρετο δικαίωμά της, μια ευκαιρία να επιστρέψει στην πρότερη απόλαυση του σώματός της. Μαζί με την περούκα και το δικαίωμα στον «καλλωπισμό» επαναδιεκδικεί εκφάνσεις θηλυκότητας που της στέρησε ο καρκίνος. Έχοντας, βέβαια, δισταγμό απέναντι στο ενδεχόμενο μιας δεύτερης εγχείρησης τόσο σύντομα, καταλήγει κι αυτή να σκέφτεται: «θα ήταν πιο εύκολο να είχα μείνει αμαζόνα» (σελ. 263).
Ημερολόγια Καρκίνου: Μαύρη, λεσβιακή φεμινιστική εμπειρία
Μολονότι στον πυρήνα των θεματικών τους τα δύο χρονικά βρίσκονται σε άμεσο διάλογο, πρόκειται για δύο πολύ διαφορετικά βιβλία υφολογικά, τα οποία εκκινούν ίσως από κοινή αφετηρία, τον εσωτερικό μονόλογο της ημερολογιακής καταγραφής, αλλά καθένα παίρνει τον δικό του δρόμο, σύμφυτο με την ιδιότητα της κάθε γράφουσας. Η Όντρι Λορντ γράφει υπό την «επήρεια» των ταυτοτήτων της, την υπενθύμιση των «φωνών της», δηλαδή τα «μυριάδες κομμάτια του εαυτού μου και του υπόβαθρού μου και της εμπειρίας μου και του ορισμού του εαυτού μου» (σελ. 54). Έτσι, καταλήγει να προσεγγίσει τον καρκίνο μέσα από τις ταυτότητές της ως μαύρης λεσβίας φεμινίστριας, εμμένοντας στα σημεία που αυτή αποκλίνει από τη στρέιτ λευκή απολιτίκ εμπειρία.
Η Λορντ παραδίδει ένα ριζοσπαστικό κείμενο για τη μετατροπή της ευαλωτότητας σε δύναμη, την οικειοποίηση του τραύματος, τη ζωή με επίγνωση του θανάτου.
Ως στοχάστρια του φεμινισμού χειρίζεται τελικά τον καρκίνο σαν ένα πεδίο θεωρητικής σκέψης. Η προσωπική της εμπειρία μπαίνει στο μικροσκόπιο της πολιτισμικής κριτικής και εντάσσεται στο ευρύτερο μωσαϊκό της δουλειάς της ως μαύρης γυναίκας και θεωρητικού. Το ύφος της, έτσι, παραμένει στοχαστικό και κριτικό, καθώς ορθώνει ένα πολιτικό μανιφέστο για την αντίσταση στη σιωπή και την επιβεβλημένη αορατότητα του καρκινοπαθούς σώματος. Με λυρικές πινελιές που υπενθυμίζουν την ποιότητα του ποιητικού της λόγου, η Λορντ παραδίδει ένα ριζοσπαστικό κείμενο για τη μετατροπή της ευαλωτότητας σε δύναμη, την οικειοποίηση του τραύματος, τη ζωή με επίγνωση του θανάτου.
Καλά και σήμερα:
Σε αντίθεση με τη Λορντ που ξεκινάει να γράψει από συγκεκριμένη θεώρηση, η Νικολαΐδου βουτάει κατευθείαν στα βαθιά με μοναδικό οδηγό το σώμα: «Όταν δεν γράφεις λογοτεχνία αλλά αντιγράφεις τη ζωή, όλα συμβαίνουν εν θερμώ (…)» (σελ. 111). Έτσι προκύπτει ένα ύφος πιο ωμό και ακατέργαστο κι ένα κείμενο ειλικρινές και αφιλτράριστο, παρόλο που κι εδώ υπάρχουν εικόνες έντονου λυρισμού. Ειδοποιός διαφορά, ακόμη, με τη Λορντ είναι ότι στις καταγραφές της Νικολαΐδου τρυπώνει το χιούμορ, όχι μόνο στη γραφή της αλλά και στη ζωή της, ως μέσο επιβίωσης.
Σε αντίθεση με την αποσπασματικότητα της Λορντ, η Νικολαΐδου μας εισάγει σε μια αδιάλειπτη καθημερινή καταγραφή, μέρα με τη μέρα, όπου η Σοφία και τα άλλα πρόσωπα-χαρακτήρες στην οικογένειά της «συνθέτουν» μια ολοκληρωμένη αφήγηση. Σε αυτό συνηγορεί και η ζωντανή τοπογεωγραφία και το κλίμα της Θεσσαλονίκης, που αντανακλά τη διάθεση της κεντρικής «ηρωίδας».
Κι όμως, τελικά υπηρετεί και η Νικολαΐδου μια ταυτότητά της, αυτή της λογοτέχνη. Το Καλά και Σήμερα να είναι το πιο προσωπικό της πόνημα, μια προσωπική μαρτυρία στην οποία όμως συναντάμε τους όρους του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος. Αν και η Σοφία διαβάζει βιβλία για τον καρκίνο, η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να συνομιλήσει με τη θεωρία ή να αρθρώσει φεμινιστικό λόγο κατά την επεξεργασία του κειμένου. Υπάρχουν σημεία κριτικής του συστήματος υγείας ή της κοινωνικής υποκρισίας, αλλά, σε αντίθεση με την αποσπασματικότητα της Λορντ, η Νικολαΐδου μας εισάγει σε μια αδιάλειπτη καθημερινή καταγραφή, μέρα με τη μέρα, όπου η Σοφία και τα άλλα πρόσωπα-χαρακτήρες στην οικογένειά της «συνθέτουν» μια ολοκληρωμένη αφήγηση. Σε αυτό συνηγορεί και η ζωντανή τοπογεωγραφία και το κλίμα της Θεσσαλονίκης, που αντανακλά τη διάθεση της αφηγήτριας. Η καταχνιά και η βροχή κάποτε δίνουν τη θέση τους στον ήλιο, που επιτρέπει στη Σοφία να βάλει κι αυτή το φως μέσα της.
«Λύσσα για ζωή»
Υπάρχει πολλαπλή αξία στην ύπαρξη αυτών των καταγραφών. Προφανής είναι η ανάγκη για επικοινωνία με άλλες γυναίκες που νόσησαν ή νοσούν και η διάθεση να γίνουν τα βιβλία γι’ αυτές πηγή στήριξης, ενθάρρυνσης, παρηγοριάς και αλληλεγγύης. Ταυτόχρονα, είναι ένα γερό ταρακούνημα σε όσους θεωρούμε ότι μπορούμε να καταλάβουμε ή να συμπάσχουμε με καρκινοπαθείς επειδή έχουν νοσήσει αγαπημένα μας πρόσωπα ή, ακόμα χειρότερα, επειδή έχουμε περάσει ένα άλλο θέμα υγείας. Η Νικολαΐδου κάνει τη διάκριση: «Άλλο να το ακούς, άλλο να το βλέπεις και άλλο να το ζεις» (σελ. 39). Με αυτά τα ημερολόγια εξασκούμε την ενσυναίσθηση μας, εξετάζοντας το τεράστιο προνόμιο της υγείας μας.
Επίσης, αυτά τα «ημερολόγια» συνιστούν, το καθένα με τον δικό του τρόπο, εκκλήσεις συμπερίληψης του καρκίνου στο πλαίσιο της ζωής αλλά και συμπερίληψης των συναισθημάτων που τον συνοδεύουν, ακόμα κι αν δεν μπορούν ακριβώς να λεκτικοποιηθούν. Είναι απόπειρες αποστιγματισμού της νόσου και αντιστροφής της ντροπής που κουβαλούν οι νοσούσες. Μέσα από αυτά τα βιβλία, οι συγγραφείς διεκδικούν την ορατότητα του άρρωστου γυναικείου σώματος και προσκαλούν άλλες γυναίκες να συνεχίσουν να μιλούν και να σπάνε τη σιωπή που περιβάλλει τον καρκίνο του μαστού. Τέλος, επηρεασμένοι από τη «λύσσα για ζωή» (Λορντ, σελ. 58) που κυριεύει τις δύο συγγραφείς τους, είναι μια καλή αφορμή να αναστοχαστούμε κι εμείς για αυτά που αφήνουμε να μας καταβάλουν καθημερινά, αφήνοντας τη ζωή να μας προσπεράσει.
* Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι δημοσιογράφος και μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.







