Το κληροδότημα της Επανάστασης φάνηκε στο πως επηρέασε τους ανθρώπους και τις τέχνες της εποχής.
Τραγούδια και ποιήματα, βιογραφίες και ιστορικές μελέτες. Βιβλία, ντοκιμαντέρ και τέχνες. Η Επανάσταση του 1821 μπορεί να ήταν η σημαντικότερη στιγμή της ελληνικής ιστορίας, εκεί που το Έθνος παίρνει τα όπλα για να καταλήξει να γίνει κράτος, αλλά ο απόηχος του Ξεσηκωμού δεν έφτασε μόνο μέχρι τα άρματα και τα όπλα του απλού κόσμου και των Ελλήνων κατοίκων στο Φανάρι. Μπορεί η αρχή να έγινε εκεί, αλλά ρίζωσε για να ξυπνήσει ένα αδιανόητα ασυνήθιστο ρεύμα που κανείς δεν είδε να έρχεται και που με τη σειρά του θα έθετε τις βάσεις για την πολιτιστική επιρροή του πολέμου. Τον Φιλελληνισμό.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί θα πουν πως χωρίς την Σφαγή της Χίου, είναι πολύ πιθανό να μην είχαμε την αποδοχή του ρεύματος σε τόσο μεγάλο σύνολο όσο θα το περίμενε κανείς για την εποχή του 1800. Όμως η αλήθεια είναι πως τα 400 χρόνια σκλαβιάς, οι αποτυχημένες στρατιωτικές κινήσεις (βλέπε τα Ορλωφικά) αλλά και ο κίνδυνος εξ’ Ανατολών που θα μιλούσαν για πρώτη φορά οι Ενετοί, ήταν κάτι που απασχολούσε την Ευρώπη της εποχής, που μέχρι και το 1815 η μόνη σοβαρή πολεμική διαμάχη που είχε να αντιμετωπίσει, ήταν οι πόλεμοι του Ναπολέων.
Για την Ευρώπη, η Ελλάδα του 1815 δεν είναι Ελλάδα. Είναι μία μεγάλη αποικία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που παρουσιάζεται στο χάρτη της Αυλής του σουλτάνου ως Ρουμέλια ή Ρωμυλία και απεικονίζει τους απογόνους των Βυζαντινών οι οποίοι δεν αποκάλεσαν τον εαυτό τους ποτέ Έλληνες, αλλά Ρωμαίους – γι’ αυτό και οι Τούρκοι που μιλούσαν ελληνικά, την ανέφεραν και σαν Ρωμανία. Το ελληνικό στοιχείο, το βρίσκει κανείς στους Φαναριώτες, στους κατοίκους του Ιονίου που είναι υπό τους Ενετούς και φυσικά στην μορφωμένη ευρωπαϊκή αριστοκρατία της εποχής, που όταν μιλούν με τον όρο «Έλληνες», δεν αναφέρονται ούτε σε Βυζαντινούς, ούτε στους σκλαβωμένους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ούτε σε πορφυρογέννητους Ρωμαίους. Έχουν στο μυαλό τους τις διδασκαλίες των αρχαίων φιλοσόφων, τον Περικλή και τον Μιλτιάδη, τους πολέμους του Αλέξανδρου, το πετυχημένο πείραμα της Αθηναϊκής άμεσης δημοκρατίας.
Όμως ο πόλεμος του 1821 ξύπνησε κάτι πολύ περισσότερο από τους ίδιους τους Έλληνες. Θύμισε στην Ευρώπη εκείνης της εποχής, πως η περιοχή της Ελλάδας δεν ταίριαξε ποτέ με την ανατολίτικη νοοτροπία που έβλεπαν εκείνη την περίοδο – άλλωστε ήταν 400 χρόνια σκλαβιάς Η Ευρώπη, είδε στο πρόσωπο των Ελλήνων κατοίκων, μία ανάγκη να ξαναγεννηθεί το ελληνικό πνεύμα όπως αυτό παρουσιάστηκε μέσα από την φιλοσοφία και τα γραπτά της κλασσικής περιόδου της χώρας μας. Η αλήθεια είναι πως δεν τα καταφέραμε καλά. Ότι ήμασταν αρκετά Ανατολίτες στις σχέσεις μας και αυτό δεν είναι μία ρατσιστική τοποθέτηση. Τα «καπάκια» και τα πισώπλατα μαχαιρώματα, οι έχθρες για τα αξιώματα και οι δολοπλοκίες, ήταν στοιχείο των Τούρκων που τα δίδαξαν στους αρματωλούς που υπηρέτησαν για στρατιωτικούς κυβερνήτες όπως ο Αλή Πασάς στα Γιάννενα. Για εκείνους, ήταν απλά κάτι το φυσιολογικό.
Δεν θα πούμε πως οι Ευρωπαίοι δεν είχαν συμφέροντα στο να ανακυρήξουν μια ελεύθερη Ελλάδα. Όλη η Ευρώπη είχε συμφέροντα και πόσο μάλλον όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο σημείο να χτυπήσει την πόρτα της Αυστρίας. Όμως πέρα από τους στρατηγικά σκεπτόμενους, υπήρξαν εκείνοι που αληθινά οραματίστηκαν την αναγέννηση ενός Έθνους που θα γινόταν κομμάτι της πολιτισμένης Δύσης. Έχουμε να μετρήσουμε πολλές μάχες και μαζί εμφυλίους. Γκρίνιες, απειλές, φυλακίσεις. Στρατηγικά λάθη που κόστισαν από το Μεσολόγγι μέχρι το θάνατο του Καραϊσκάκη και του Παπαφλέσσα.
Όμως με όλα του τα προβλήματα, τις έριδες, την οικονομική δυσχέρεια και τα λάθη, κανείς, Έλληνας ή Ευρωπαίος, δεν αρνήθηκε το παρακάτω. Τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν από τον απλό κόσμο, που οραματίστηκε μία χώρα χωρίς Οθωμανούς αφέντες. Αυτό ακριβώς το πείσμα του αγώνα και της Επανάστασης, είναι που παρακίνησε μία ολόκληρη γενιά πολιτικών, στρατιωτικών, διπλωματών και καλλιτεχνών από την Ευρώπη, την Αμερική και τη Ρωσία, δίνοντας στην 25η Μαρτίου και μία ταυτότητα πολιτισμού. Από τα γραπτά του Ρήγα μέχρι την δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας, της τέχνης του Ντελακρουά και την ποίηση του Σολωμού που θα γινόταν ο Εθνικός Ύμνος. Μπορεί σε κάποιους σήμερα όλα αυτά να φαίνονται γραφικά και κάποιοι να τα ονομάζουν μέχρι και φανατισμένα, αλλά όλος ο κόσμος της εποχής εκείνης, δάκρυσε και πολέμησε και πέθανε κάτω από τις αξίες και τα ιδανικά που γέννησαν όλα τα παραπάνω.
Σίγουρα το 1830, είχαμε ένα κράτος αδέξιο, άναρχο, που πολλές φορές κυριάρχησε το συναίσθημα από τη λογική. Αλλάζει αυτό την θυσία; Το αίμα των πολλών; Τις μανάδες που έμειναν χωρίς παιδιά ή εκείνα που γεννήθηκαν και οι άπορες τα έδειχναν στον Ιωάννη Καποδίστρια; Το ελληνικό κράτος του 1830 ξεκίνησε κυριολεκτικά από το μηδέν, αλλά μόνο και μόνο γι’ αυτό, θα πρέπει να είμαστε περήφανοι. Γιατί έπρεπε ξαφνικά να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε και αποφασίζουμε, για να μπούμε σε μία νέα νοοτροπία. Σε κάποια πράγματα το κάναμε. Σε άλλα, το προσπαθούμε μέχρι σήμερα. Για να μπορέσουμε ωστόσο να φτάσουμε κι άλλα βήματα πιο πέρα σαν κράτος και έθνος, δεν πρέπει να ξεχνιέται ποτέ μια ημέρα σαν τη σημερινή.