Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024
spot_img
spot_img

Top 5 ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Τέσσερα κλασικά λογοτεχνικά έργα από τις εκδόσεις Νίκας

4 classics

Για τα βιβλία των Κνουτ Χάμσουν [Knout Hamsun] «Η πείνα» (μτφρ. Βασίλη Δασκαλάκη), Νικολάι Γκόγκολ [Νikolai Gogol] «Το παλτό» (μτφρ. Κώστας Μιλτιάδης), Μαξίμ Γκόρκι [Maxim Gorky] «Τα ρημάδια της ζωής» (μτφρ. Κοραλία Μακρή) και Λέον Τολστόι [Leon Tolstoy] «Η σονάτα του Κρόιτσερ» (μτφρ. Κοραλία Μακρή). 

Γράφει ο Νίκος Ξένιος

Τέσσερα κλασικά έργα από τις εκδόσεις Νίκας: Η Πείνα του Κνουτ Χαμσούν (μτφρ. Βασίλης Δασκαλάκης), Το παλτό του Νικολάι Γκόγκολ (μτφρ. Κώστας Μιλτιάδης), Τα ρημάδια της ζωής του Μαξίμ Γκόρκι (μτφρ. Κοραλία Μακρή) και Η σονάτα του Κρόιτσερ του Λέον Τολστόι (μτφρ. Κοραλία Μακρή).

Ο άνθρωπος στην ωμή εκδοχή του

Τα αντιπροσωπευτικά αυτά έργα των τεσσάρων μεγάλων συγγραφέων διατηρούν, στον πυρήνα τους, ένα «σκοτεινό» σημείο που, θεωρημένο με το μάτι του σύγχρονου αναγνώστη, μπορεί να προκαλέσει πολλές συζητήσεις και προβληματισμούς, τόσο για το «κλίμα» του ευρωπαϊκού Βορρά κατά τον 19ο αιώνα, όσο και για την πραγματική ρίζα της συνειδησιακής ροής που εκδιπλώνεται στον εσωτερικό μονόλογο.

Ο Χαμσούν καταγράφει τις σημαντικές αλλαγές που έχει επιφέρει η τεχνολογική ανάπτυξη στη Νορβηγία του 19ου αιώνα, με έναν σκεπτικισμό ανάμεικτο με φόβο: η κοσμοθεωρία του φαντάζει αντιδραστική στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, καθώς απορρίπτει τις αναδυόμενες μορφές εκβιομηχάνισης, τη μητροπολιτική ανάπτυξη, τον υλισμό, τον σοσιαλισμό και το δικαίωμα ψήφου των γυναικών.

Στον Χαμσούν ανήκει ο χαρακτηρισμός του «μοντέρνου» ως κατακερματισμένου και της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας ως «ψευδούς».

Στον Χαμσούν ανήκει ο χαρακτηρισμός του «μοντέρνου» ως κατακερματισμένου και της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας ως «ψευδούς», «μη αυθεντικής»: παρά, όμως, την αμφίρροπη στάση του έναντι του μοντερνισμού, ανήκει στη χορεία των πρωτοπόρων.

Ο ίδιος, εστέτ κατά βάθος, με κόπο ξαναγράφει και στιλβώνει υφολογικά τις προτάσεις του. Σε άρθρο του του 1890 γράφει για τη νατουραλιστική γραφή: «(εάν προσέχαμε το βάθος των χαρακτήρων περισσότερο) θα μαθαίναμε λίγο για τις μυστικές αναταράξεις που συνεχίζονται απαρατήρητες στα απομακρυσμένα μέρη του εγκεφάλου, την ανυπολόγιστη σύγχυση των αντιλήψεων, τη λεπτή ζωή της φαντασίας κάτω από τον μεγεθυντικό φακό, αυτές τις περιπλανήσεις του μυαλού και των συναισθημάτων στο άγνωστο, χωρίς ίχνη, ταξίδια χωρίς σύνδεση με τον εγκέφαλο και την καρδιά, τον ψίθυρο του αίματος, τα ψιθυρίσματα των οστών, όλη την ασυνείδητη ζωή του νου».

Αντίστοιχα, η λογοτεχνική σχέση μεταξύ του Γκόγκολ και των Μοντερνιστών δεν είναι θέμα που έχει εξαντληθεί. Το ανορθόδοξο ύφος του Γκόγκολ στηλιτεύει την εμμονή των συγχρόνων του με την κοινωνική θέση, την άδικη κοινωνική διαστρωμάτωση, την απληστία, τη διαφθορά, τη γραφειοκρατία και τη φτώχεια, οπότε με αυτήν την προσέγγιση προαγγέλλει την έλευση του νεωτερισμού στη λογοτεχνία (Ντοστογιέβσκι, Μπουλγκάκοφ, Κάφκα). Η παρουσία του αναξιόπιστου αφηγητή είναι εμφανέστατη στο διήγημά του «Το παλτό», που χαρακτηρίστηκε από τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ως «το σπουδαιότερο ρωσικό διήγημα που γράφτηκε ποτέ».

Ο Μαξίμ Γκόρκι, πάλι, περιγράφοντας τον Άνθρωπο ως «εκπεπτωκότα άγγελο», επιλέγει οι χαρακτήρες του κειμένου του να μοιάζουν, μέσα στην εξάντληση των ζωτικών τους πόρων, με ζώα.

Ο Μαξίμ Γκόρκι, πάλι, περιγράφοντας τον Άνθρωπο ως «εκπεπτωκότα άγγελο», επιλέγει οι χαρακτήρες του κειμένου του να μοιάζουν, μέσα στην εξάντληση των ζωτικών τους πόρων, με ζώα: δεν είναι, πλέον, άνθρωποι, είναι «άλλοτέ ποτε άνθρωποι». Όμως, παρά την αγριότητα που κρύβει αυτή η διαπίστωση, η πρόθεση του Γκόρκι είναι μυστικιστική, όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Τσέστερτον. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον άνθρωπο και το θηρίο είναι το θέμα της γραφής του, δεδομένου ότι και αυτός προοιωνίζεται την έλευση του απόλυτα αλλοτριωμένου, σύγχρονου τύπου ανθρώπου.

Τέλος, για τον Τολστόϊ –που από μόνος του αποτελεί μιαν ιδιότυπη κατηγορία συγγραφέα– αφορμή για να γράψει τη «Σονάτα του Κρόϊτσερ» γίνεται ένα σατυρικό αλλά βαρυσήμαντο γράμμα μιας Σλάβας που αφορά το πόσο βασανίζονται οι γυναίκες από τις σεξουαλικές απαιτήσεις των ανδρών. Ένα χρόνο αργότερα ταλαντούχοι μουσικοί ερμηνεύουν σε μια αίθουσα της Γιάσναγια Πολιάνα τη Σονάτα του Κρόϊτσερ του Μπετόβεν και ο Τολστόι, εντυπωσιασμένος, προτείνει σε δυο φίλους του, έναν ηθοποιό κι ένα ζωγράφο, να μετατρέψουν σε έργα τέχνης την εντύπωσή τους, ενώ ο ίδιος δηλώνει πως θα κάνει το ίδιο με την πένα του. Αυτή είναι η γενεσιουργός αιτία της «Σονάτας του Κρόϊτσερ», ενός βέβηλου έργου που για την εποχή του είναι πρωτοποριακό και αιρετικό, τόσο ως προς τη σύλληψη, όσο και ως προς την εκτέλεση: ως εκ τούτου, μπορεί να ενταχθεί άνετα στις πρώτες γραμμές του λογοτεχνικού μοντερνισμού.

Η Νορβηγία έχει μεγάλη παράδοση στο ρεαλιστικό δράμα χωρίς να έχει αναπτύξει ιδιαίτερα ούτε το κλασικό ούτε το ρομαντικό δράμα. Η Ρωσία κατασκευάζει απευθείας τη σύγχρονη μυθοπλασία της, χωρίς να έχει προηγηθεί μια μεγάλη αρχαιότερη λογοτεχνία της, πλην της θρησκευτικής. Και τα δύο αυτά έθνη βαδίζουν ορμητικά προς τη σύγχρονη εποχή και καθορίζουν τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης αφήγησης. Έτσι κι αλλιώς, τους βόρειους πρωτοπόρους συγγραφείς τους συνδέει η ενδόμυχη απέχθεια προς τον ρεαλισμό που κυριαρχεί στη λογοτεχνία της εποχής τους.

Κνουτ Χαμσούν, Η Πείνα

Γραμμένη υπό την οπτική γωνία ενός φτωχού αρθρογράφου που ζει σε μια παλιά παράγκα στην πόλη, η «Πείνα» είναι αυτοβιογραφική, αντικατοπτρίζοντας τον αγώνα του ήρωα να επιβιώσει χωρίς να κάνει εκπτώσεις ως προς το αξιακό του σύστημα, αλλά ξεπουλώντας όλα τα πολύτιμα αντικείμενά του, τα βιβλία του και τα ρούχα του, μασουλώντας ροκανίδια και ζητώντας δανεικά. Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο αφηγητής ταλαιπωρείται περιφερόμενος στη Χριστιανία (το μετέπειτα Όσλο) δηλώνοντας πως ονομάζεται Ανδρέας Τάγκεν και πως είναι δημοσιογράφος:

nikas hamsun h peina

«Τι νέο βάσανο ερχόταν να προστεθεί στις τόσες μου δυστυχίες; Μην είχα αρρωστήσει που κοιμήθηκα στο υγρό χώμα; Ή μήπως έφτιξε που δεν είχα κολατσίσει ακόμη τίοτα; Α, όχι, αυτή δεν ήταν ζωή. Μα τα άγια πάθη του Χριστού, δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχα κάνει για να τα τραβώ όλα αυτά»(σελ. 57).

Το συναίσθημα της πείνας εδώ συνδέεται οργανικά με την αίσθηση του κενού, αυτήν που ο Χαμσούν ονομάζει «αδειοσύνη» (σελ.73), και που επεκτείνεται σε υπαρξιακό επίπεδο και κορυφώνεται ευθέως ανάλογα προς την απελπισία του υποκειμένου. Τα κείμενά του τοποθετούνται στη διασταύρωση της νεωτερικότητας (οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης) και του μοντερνισμού (καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής «απάντησης» σε αυτές τις νέες συνθήκες). Το έργο του Χαμσούν εκφράζει το άγχος αυτής της περιδίνησης.

Ο μεγάλος νορβηγός συγγραφέας πιστεύει πως, βαθιά μέσα στον άνθρωπο του δέκατου ένατου αιώνα, υπάρχουν οι αστικές καταβολές και μια αισιοδοξία για θετική εξέλιξη.

Ο μεγάλος νορβηγός συγγραφέας πιστεύει πως, βαθιά μέσα στον άνθρωπο του δέκατου ένατου αιώνα, υπάρχουν οι αστικές καταβολές και μια αισιοδοξία για θετική εξέλιξη, παρά τις υπερβολές του σύγχρονου πολιτισμού. Το περίεργο, όμως, είναι πως σε προχωρημένη ηλικία δελεάζεται από τον νόμο και την τάξη της ναζιστικής Γερμανίας και εκδηλώνει την απέχθειά του προς τη σοσιαλδημοκρατική ατμόσφαιρα της Νορβηγίας. (Σε μια συλλογή διαλέξεων που δόθηκαν τον χειμώνα του 1942-1943 που ονομάζεται Nasjonalsosialister i norsk dikting, κάποιος Χάλβορσεν απεικονίζει τον Χαμσούν ως σημαιοφόρο της νέας φασιστικής εποχής).

Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Χαμσούν δεν ήταν έτοιμος να ασχοληθεί με τις υποθέσεις ενός κόσμου πολύ ξένου και πολύ περίπλοκου γι’αυτόν: γι’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτε πιο αξιοθρήνητο από μια μισθωτή που ξεριζώθηκε από τη γη της για να πάει να δουλέψει στην πόλη, ή από μια άτεκνη γυναίκα που επιδιώκει να μορφωθεί. Ήδη από το 1890, στο λογοτεχνικό του μανιφέστο «Fra det ubevidste Sjæleliv» («Από την ασυνείδητη ζωή της ψυχής»), ο Χαμσούν υπερασπίζεται την ενστικτώδη γραφή, έναν «ψίθυρο του αίματος». Αντιτιθέμενος στην κατεξοχήν ρεαλιστική μυθοπλασία των δεκαετιών 1870 και 1880, υιοθετεί ένα υποκειμενικό, ενστικτώδες στυλ γραφής που παρακολουθεί τις μικρές αλλαγές στο τοπίο του νου, αντί να αποτυπώνει κοινωνικά κακώς κείμενα ή πολιτικά ζητήματα.

Νικολάι Γκόγκολ, Το παλτό

Ούτε ο Νικολάι Γκόγκολ είναι ικανοποιημένος από τον ρεαλισμό των σύγχρονών του λογοτεχνών. Τα κείμενά του διαπνέονται από σατιρική διάθεση, από κλίμα παραλόγου και από φλερτ με το γκροτέσκο: πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Παλτό», που γράφτηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τις Νεκρές ψυχές.

nikas gogol to palto

Ο συγγραφέας -σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες- άκουσε ένα ανέκδοτο για έναν ταλαιπωρημένο Ρώσο αξιωματούχο που του άρεσε πολύ το κυνήγι, όμως ζούσε σε συνθήκες μεγάλης στέρησης και έκανε αιματηρές οικονομίες για να κατορθώσει να αγοράσει ένα κυνηγετικό όπλο. Ατυχείς περιστάσεις, όμως, τον έκαναν να χάσει το όπλο του και αυτό τον έριξε σε μαύρη μελαγχολία. Το μοντέλο ανθρώπου που παρέχει στον συγγραφέα αυτό το γεγονός της επικαιρότητας της εποχής τον εμπνέει για να συνθέσει το προφίλ του λεγόμενου «μικρού ανθρώπου»: είναι αυτός ο ανθρώπινος τύπος που ενίσταται κατά της αδικίας, βρίσκει τους άλλους γύρω του ανάλγητους και αμετανόητους, γίνεται θύμα τους μέχρι το τέλος αλλά, ακόμη και τότε, αρνείται να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα.

Έτσι και ο πολύ φτωχός Ακάκι Ακακίεβιτς, ένας υπάλληλος που είναι παραπεταμένος, καταδικασμένος να παραμείνει στις κατώτερες τάξεις της υπαλληλικής ιεραρχίας της Αγίας Πετρούπολης, υφίσταται την κοροϊδία των υπολοίπων για το τριμμένο του παλτό, με αποτέλεσμα να αρχίσει να μαζεύει χρήματα για να πάρει καινούργιο: «Ονειρευόταν συνέχεια το καινούργιο παλτό του, κι αυτό του αρκούσε για τροφή, κι ας ήταν άυλη. Πιο πολύ ακόμα, η ίδια του η ύπαρξη απόκτησε μια κάποια σημασία. Νόμιζε κανείς πως έβλεπε πλάι του ένα άλλο πλάσμα, σαν μια αγαπημένη σύντροφο που είχε δεχτεί να βαδίσει στο πλευρό του τον δρόμο της ζωής. Κι αυτή η σύντροφος δεν ήταν άλλη από το ωραίο ολοκαίνουργιο παλτό με το στέρεο φοδράρισμα στις βάτες» (σελ.29-30).

Όταν τα καταφέρνει να εξασφαλίσει το νέο του παλτό, περήφανος αρχίζει να το επιδεικνύει αριστερά και δεξιά, μέχρι που κάποια ληστρική επίθεση τού κοστίζει το πολύτιμο παλτό του. Αρχίζει τις μηνύσεις, κάνει ό,τι μπορεί, όμως δεν καταφέρνει ουσιαστικά τίποτα και στο τέλος πέφτει άρρωστος στο κρεβάτι, του θανατά.

Ο Ακάκι Ακάκιεβιτς παραμένει ένας άσημος νεκρός ανάμεσα στους πολλούς, ουδείς ασχολείται με τον χαμό του και αυτή η καταταλαιπωρημένη ψυχή δεν θα γνωρίσει ποτέ την παραμικρή λάμψη κατά τη διάρκεια της επίγειας πορείας της.

Ο Ακάκι Ακάκιεβιτς παραμένει ένας άσημος νεκρός ανάμεσα στους πολλούς, ουδείς ασχολείται με τον χαμό του και αυτή η καταταλαιπωρημένη ψυχή δεν θα γνωρίσει ποτέ την παραμικρή λάμψη.

Ωστόσο, ο Γκόγκολ δεν φείδεται μεταφυσικών αναφορών. Μπορεί ο ιδιότυπος, ειρωνικός ρεαλισμός του να συνιστά κριτική του γραφειοκρατικού συστήματος και του τσαρικού κρατισμού με όλα τα παρεπόμενά του, όμως η πίστη του σε κάποιο είδος κοσμικής δικαιοσύνης παραμένει αλώβητη: ο νεκρός πρωταγωνιστής του «Παλτού» θα επανέλθει μετά θάνατον, δριμύτερος, για να απευθύνει τις αιτιάσεις και την εκδίκησή του στα δημόσια πρόσωπα που δεν τον υποστήριξαν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του.

 Μαξίμ Γκόρκι, Τα ρημάδια της ζωής

Στη νουβέλα Τα ρημάδια της ζωής (Creatures That Once Were Men είναι ο αγγλικός τίτλος, και Byvshii lyudi ο ρωσικός, ενώ εκδόθηκε το 1897) ο Μαξίμ Γκόρκι παρουσιάζει την εξέγερση των βασανισμένων, καταρημαγμένων από τη ζωή ενοίκων ενός καταλύματος: ενός δασκάλου, ενός μηχανικού, ενός ίλαρχου, ενός διάκου, ενός γερο-κουρελά και των υπολοίπων, που είναι όλοι δείγματα μιας ξεπεσμένης εκδοχής του εαυτού τους: «πρώην άνθρωποι», όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλεί ο Γκόρκι. Διαχειριστής αυτής της κατοικίας είναι ο συνταξιούχος λοχαγός Αριστείδης Φόμιτς Κουβάλντα.

nikas gorky ta rhmadia ths zohs

Πρόκειται για μια μελέτη της φθοράς, για ένα δοκίμιο πάνω στην αποτυχία, για μιαν ευαίσθητη παρατήρηση πάνω στην άχαρη τρίτη ηλικία και τη σχέση της με το σύστημα των αξιών και τη δύναμη της αντίστασης στο πεπρωμένο.

Ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, ανασφάλεια και βία που υποβόσκει, καφκικό σκηνικό κατήφειας χωρίς ορίζοντες διαφυγής, σε συνδυασμό με σκοτεινά κίνητρα που βυσοδομούν σε ένα μολυσμένο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τοπίο κατοικίας.

Ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, ανασφάλεια και βία που υποβόσκει, καφκικό σκηνικό κατήφειας χωρίς ορίζοντες διαφυγής, σε συνδυασμό με σκοτεινά κίνητρα που βυσοδομούν σε ένα μολυσμένο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τοπίο κατοικίας που απανθρωποποιεί τον άνθρωπο και τον αποκτηνώνει: αυτά είναι τα κύρια γνωρίσματα των «Ρημαδιών της ζωής», που βέβαια δικαιολογούν τον τίτλο της νουβέλας:

«Πίσω από τα τζάμια πέφτει η βροχή και ουρλιάζει άγριος και παγωμένος ο αέρας.Στο καπηλειό ο αέρας είναι βαρύς, γεμάτος καπνούς, μα κάνει ζέστα. Έξω είναι λάσπη, κρύο, μαυρίλα. Ο αέρας δέρνει δυνατά το παράθυρο λες και τους προκαλεί να βγουν έξω και τους φοβερίζει να τους σπείρει σαν σκόνη πάνω στη γη. Ώρες ώρες ακούγεται μέσα στο ούρλιασμά του σαν πνιγμένος αναστεναγμός, απελπισμένος, κι ύστερα αντιλαλεί ένα τραχύ, κρύο γέλιο» (σελ. 93)

Όταν ο έμπορος που εκμεταλλεύεται το κατάλυμα αποφασίζει να το εκποιήσει, να το γκρεμίσει και να φτιάξει επέκταση του εργοστασίου του στα ερείπιά του, ο Κουβάλντα σχεδιάζει και ξεσηκώνει τους συγκατοίκους του σε μιαν απροσχεδίαστη, αφελή επανάσταση.

 Λέο Τολστόι, Η σονάτα του Κρόιτσερ

Ο Τολστόι εκδίδει τη «Σονάτα του Κρόιτσερ» το 1891 και αμέσως υφίσταται τη λογοκρισία των ρωσικών Αρχών. Το βιβλίο το πρωτοδιάβασα από τις εκδόσεις «Ροές», σε μετάφραση Ολέγ Τσυμπένκο, το 2015, και τώρα εκδόθηκε ξανά, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Νίκας. Αναφέρεται σε ένα συζυγικό δράμα και είναι μια λεπτή ψυχολογική μελέτη για τον έρωτα, τη σαρκική επιθυμία, τον γάμο, τη φθορά της συζυγικής σχέσης και τη ζήλεια. Ο κεντρικός χαρακτήρας αφηγείται τα γεγονότα που τον οδήγησαν στη δολοφονία της συζύγου του και αναλύει τις βαθύτερες αιτίες για την πράξη του.

nikas tolstoy h sonata tou kroitser

Σε ένα ταξίδι με το τραίνο, ο αφηγητής συνταξιδεύει με τρία άτομα: μια γυναίκα, έναν δικηγόρο και έναν μοναχικό νευρικό άντρα, τον γαιοκτήμονα Ποζντνίτσεφ. Η γυναίκα και ο δικηγόρος συνομιλούν για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών και τον αυξανόμενο αριθμό διαζυγίων. Όταν η γυναίκα υποστηρίζει ότι βασική προϋπόθεση για έναν ευτυχισμένο γάμο είναι ο αληθινός έρωτας, ο Ποζντνίτσεφ, που μέχρι τότε ήταν αμίλητος, μπαίνει στη συζήτηση και δηλώνει ότι ο έρωτας δεν υπάρχει

Ο Ποζντνίτσεφ θα μιλήσει για την άσωτη νεότητά του, για τον πρόωρο γάμο του, για τα πέντε παιδιά μέσα σε οκτώ χρόνια γάμου και για την ταχύτατη έκπτωση του έρωτά του προς τη νεαρή του σύζυγο, εν όψει των συγκρούσεων σε θέματα της αλλοτριωτικής καθημερινότητας. Ο σαρκικός πόθος και ο αισθησιασμός έχουν πάει περίπατο πολύ γρήγορα (κι αυτό είναι μια μορφή λύτρωσης για τις ταλαιπωρημένες συζύγους, που υφίστανται παρά τη θέλησή τους τις σεξουαλικές ορέξεις των ανδρών), αλλά στην περίπτωση του Ποζντνίτσεφ η επιθετικότητα και η περιφρόνηση θα οδηγήσουν το ζευγάρι σε αμοιβαίο μίσος, τη σύζυγό του σε απόπειρα αυτοκτονίας και τον ίδιο σε μια κρίση παρανοϊκής ζήλειας: αυτή θα εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης βραδιάς, όταν ένας βιολονίστας θα συνοδεύσει τη σύζυγό του στο πιάνο, στην εκτέλεση της Σονάτας του Κρόιτσερ του Μπετόβεν:

«…Έπαιζαν μαζί τη σονάτα του Κρόυτσερ, του Μπετόβεν. Ξέρετε, υποθέτω, το πρώτο πρέστο. Το ξέρετε!».

Η «Σονάτα» απαγορεύτηκε στη Ρωσία κι έγινε γνωστή από εκδόσεις του πολύγραφου που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι («σαμιζντάτ» στα ρωσικά), έως το 1891.

Η «Σονάτα» απαγορεύτηκε στη Ρωσία κι έγινε γνωστή από εκδόσεις του πολύγραφου που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι («σαμιζντάτ» στα ρωσικά), έως το 1891, που την έκδοσή της επέτρεψε ο τσάρος Αλέξανδρος Α’. Παρόμοια τύχη είχε και στις Η.Π.Α, όπου απαγορεύτηκε από το ταχυδρομείο η διανομή εφημερίδων που περιείχαν αποσπάσματά της, και όπου κακοχαρακτηρίστηκε από τον πρόεδρο Ρούσβελτ.

Είναι, λοιπόν, αυτή η «Σονάτα» η εξομολόγηση και ο μονόλογος αυτού του ανθρώπου όπου, σε ύφος δοκιμίου και θυμοσοφικών διαπιστώσεων για την ανθρώπινη ζωή, ο Τολστόι θίγει αυτά που κατά την άποψή του είναι τα κακώς κείμενα – συνθήκες που μόνος του δημιουργεί ο ψυχισμός του ανθρώπου υποκύπτοντας στα πιο ταπεινά του ένστικτα. Η παρακμή του κοινωνικού γίγνεσθαι, ως εκ τούτου, απορρέει από την κατεδάφιση του συστήματος αξιών του ατόμου. Και ο συγγραφέας συνθέτει ένα λογοτεχνικό στοχαστικό κείμενο για όλα όσα τον απασχολούν σε αυτό το καταρρέον σκηνικό απομυθοποίησης των ευγενέστερων ιδεωδών του παρελθόντος: του έρωτα, του γάμου, της τεκνοποιίας, των ακρογωνιαίων λίθων της «παλαιού τύπου» ηθικής.

* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.

ΠΗΓΗ

spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

spot_img

Δημοφιλή