Πέρα από τη φιλοσοφία του για το πώς θα γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, ακολουθεί το ερώτημα για το αν θέλουμε να γίνουμε.
To 1776 ο Ιμάνουελ Καντ είχε πλέον καταλήξει πως απευθύνεται σε ένα κοινό με ελάχιστες πιθανότητες αυτοβελτίωσης. Δεν ήταν μόνο ότι έβλεπε πως λειτουργούσε και σκεφτόταν ο μέσος άνθρωπος, αλλά -κυρίως- έβλεπε να μην τον απασχολεί να γίνει ακόμα καλύτερος για τον εαυτό του και για το κοινωνικό σύνολο. Αυτό ήταν μία από τις «μελανές» σελίδες του Διαφωτισμού της εποχής. Ότι υπήρξαν μεγάλες ιδέες από μεγάλους ανθρώπους και σκεπτιστές, που όμως ένα μικρό ποσοστό ενδιαφερόταν πραγματικά για την υλοποίηση τους. Ο Καντ έλεγε συχνά πως αν ο κόσμος φρόντιζε από τα δέκα πράγματα να προσπαθούσε να αλλάξει ουσιαστικά έστω το ένα, η κοινωνία ενδεχομένως να αποκτούσε γερά θεμέλια.
Γνωρίζεις για την μεγάλη επινόηση του Βολταίρου;
Αυτή όμως ήταν ίσως η αιώνια προσπάθεια του καντισμού ή καλύτερα της καντιανής κριτικής σκέψης. Να αλλάξει στον άνθρωπο τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται, βάζοντας τον στην διαδικασία της αντίληψης της ίδιας της σκέψης πριν καν αυτή συλληφθεί. Μπέρδεμα; Ας το δούμε αλλιώς. Για τον Καντ, η φιλοσοφία του θεμελιώνεται στη διάκριση της αισθητής και της νοητής γνώσης. Έτσι η γνώση όπως την γνωρίζουμε και την αντιλαμβανόμαστε, μπορεί να συλληφθεί και σε παραστάσεις του εμπειρικού κόσμου. Για τον απλό κόσμο, ο Καντ επικαλείται την αυτοκριτική στη γνωστική ικανότητα. Ποιος είσαι και τι μπορείς να γνωρίζεις. Και πώς το καταφέρνεις αυτό; Κομμάτι-κομμάτι. Αρχικά με τις αισθήσεις σου, στη συνέχεια με τη διάνοια σου και τέλος με το νου.
Ο Καντ μας θεωρούσε ως επί το πλείστο ανώριμους νοητικά. Πίστευε ότι ο κόσμος αρνείται να δει την δομημένη σκέψη. Πως είναι κάτι σαν αρρώστια. Αν κάποιος σου παρουσίαζε ένα μοντέλο σκέψης που στηρίζεται στην ουσία, στον άρτιο Λόγο και φυσικά στην Ηθική, γιατί να αρνείσαι να υιοθετήσεις αυτό το μοντέλο; Θα πρέπει να είσαι είτε βλάκας είτε ανώριμος. Για να είμαστε ειλικρινείς, για τον Καντ πρέπει να ήμασταν κάπου ανάμεσα στα δύο. Η λέξη συμφέροντα δεν του έλεγε κάτι καθότι γνώρισε στη ζωή του δεκάδες ανθρώπους μεθυσμένους για δύναμη, αλλά όχι για γνώση. Και ίσως για αυτό η Ηθική του έγινε ένα είδος εμμονής.
Από την εποχή που οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι επιχείρησαν να διδάξουν την Ηθική σαν τρόπο ζωής, η ανθρωπότητα έδειχνε να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από αυτή. Ο Καντ έγραψε την «Μεταφυσική των ηθών» το 1797 και έθεσε για πρώτη φορά τον όρο της κατηγορηματικής προσταγής. Δεν είναι τόσο μαλακός όσο ο Αριστοτέλης. Για κάθε ον το οποίο αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του στον κόσμο, ο Καντ θεωρεί δεδομένο πως πρέπει να ασκήσει αλλά και να υπερασπιστεί την Ηθική. Είναι κάτι παραπάνω για εκείνον από ένας άγραφος νόμος. Είναι το θεμέλιο που έχει την δυνατότητα να προστατέψει την κοινωνία από τον οποιονδήποτε εχθρό της. Μία κοινωνία με γνώμονα την Ηθική, είναι μία κοινωνία αδιάφθορη με στόχο το κοινό καλό. Η κατηγορηματική προσταγή είναι η απαίτηση του νόμου αυτού, τόσο για το Είναι (εμάς) όσο και για το Όλο (την κοινωνία, το κοινό καλό). Δεν τελειώνουν όμως όλα εκεί.
Για τον Καντ το να είσαι ενάρετος δεν είναι αρκετό. Είναι οι επιθυμίες σου να μην καταλήγουν τελικά να προσβάλλουν την Ηθική με τον οποιοδήποτε τρόπο. Ο ίδιος γράφει πως η Ηθική δεν είναι «το δόγμα που καθορίζει για το πώς θα είναι κάποιος ευτυχισμένος, αλλά το πώς να είσαι άξιος να γίνεις ευτυχισμένος». Γίνεται ο πρώτος διαφωτιστής φιλόσοφος που ουσιαστικά μιλάει για το αίσθημα του καθήκοντος και κάνει αυτή τη σπουδαία αλματώδη μετάβαση στη νεωτερικότητα. Δεν κάνει την Ηθική άλλη μία κούφια φιλοσοφία, αλλά της δίνει την ανθρώπινη υπόσταση που είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται για να γίνει ουσιαστική. Η αναγκαιότητα της ύπαρξης της έχει ως στόχο την ανθρώπινη ευδαιμονία, αλλά μέσα από το αίσθημα της προσφοράς και της προάσπισης του γενικού καλού.
Σήμερα η Ηθική γνωρίζει ακριβώς την ίδια κοινωνική κρίση που γνώρισε λίγο πριν το ρεύμα του Διαφωτισμού. Έχε λιγοστούς πρεσβευτές αλλά πολλούς περισσότερους αντιπάλους. Και αυτό γιατί επειδή έχουν τη νόηση, καταλαβαίνουν το πώς αυτή μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο τους και τα σχέδια τους. Το πως μία ενάρετη σκέψη και μία υπεύθυνη στάση ζωής απέναντι σε ό,τι είναι άδικο και μισανθρωπικό, μπορεί να καταστρέψει τα θεμέλια εκείνων που βολεύονται σε καταστάσεις εκμετάλλευσης και προσβολής του διπλανού τους. Ο Καντ το γνώριζε και για αυτό μιλούσε και για νοητική ανωριμότητα. Ήξερε καλά πως η πλειοψηφία δεν θέλει να γίνει καλύτερη. Δεν υπάρχει κάποιο μπέρδεμα, κάποια φιλοσοφία που κάνει τα πράγματα δύσκολα. Ήξερε ότι ο κόσμος ηθελημένα αρνείται να ακολουθήσει μία πιο ενάρετη οδό ή έστω να προσπαθήσει για εκείνη.
Όμως ο Καντ είναι για όλους τους άλλους. Είναι για εκείνη τη μικρή φωνή μέσα μας σε κάθε κίνηση, απόφαση, σκέψη, που μας έκανε να λέμε «Είμαι καλύτερος από αυτό». Αυτή τη φωνή κυνήγησε ο Καντ να την φέρει στην επιφάνεια και αυτή τη φωνή έχουμε ανάγκη σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή.