Πέμπτη, 19 Ιουνίου, 2025
spot_img

Top 5 ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Εθνική στρατηγική της Ελλάδας: Ανάγκη για αλλαγή παραδείγματος

spot_img

Τον τελευταίο καιρό η Ελλάδα έρχεται ολοένα και πιο επιτακτικά αντιμέτωπη με το ζήτημα του πως θα πορευτεί μέσα σε ένα διεθνές πεδίο που είναι ναρκοθετημένο: Τραμπ και απορρύθμιση της Αμερικανικής πολιτικής, Μέση Ανατολή με τις εξελίξεις στην Συρία και την κλιμάκωση των επιχειρήσεων του Ισραήλ στην Γάζα, το κρυφτούλι της Ρωσίας με τις διαπραγματεύσεις για τον πόλεμο που έχει εξαπολύσει στην Ουκρανία.

Η απάντησή μας προϋποθέτει ένα ξεκαθάρισμα οπτικής. Μια «αλλαγή παραδείγματος» όπως λένε και στην φιλοσοφία των θετικών επιστημών. Μέχρι τώρα –και αυτό συνοψίζεται πολύ χαρακτηριστικά στα πεπραγμένα της κυβέρνησης σε αυτήν την δεύτερη θητεία της και την στρατηγική του υπ. Εξωτερικών υπό τον Γ. Γεραπετρίτη– η χώρα είναι σαν τον τερματοφύλακα που κοιτούσε πως θα αποκρούσει τις προκλήσεις που δέχεται. Η Ελλάδα τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, και δουλεύει και αξιοποιεί τις συμμαχίες της –ΕΕ, ΗΠΑ, Ισραήλ, Αίγυπτος, Εμιράτα κ.ο.κ. προκειμένου να θωρακιστεί και να προστατέψει την αυτοδυναμία της. Ιδίως σε ό,τι αφορά στον τουρκικό επεκτατισμό, σε αυτό που ονομάζουμε 21ο Τουρκικό αιώνα –την επανεμφάνιση μιας Τουρκίας αυτοκρατορικής που διεκδικεί να διαδραματίσει ρόλο διοργανώτριας δύναμης στην ευρύτερη περιοχή καθιστάμενη ένας πόλος του περίφημου πολυπολικού κόσμου. Και σε ζητήματα όπου ξεφεύγουμε από τον κανόνα αυτόν, όπως είναι με τις προσπάθειες που κάνει ώστε να καταστεί ενεργειακός κόμβος μέσα στην Ευρώπη, το κάνουμε «σπρωγμένοι» και όχι σαν στοιχείο μιας συνεκτικής στρατηγικής.

Η «κοπερνίκεια επανάσταση» στον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, στην Εθνική μας Στρατηγική, είναι ότι θα πρέπει να αντιστρέψουμε την φορά. Δηλαδή από μια παθητική στάση, που εισπράττει κυρίως τις εξελίξεις και αναλόγως αντιδρά, θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια ενεργητική στάση –δηλαδή, βάσει της ανάγνωσης που έχουμε κάνει για την παρούσα φάση του παγκοσμίου συστήματος, να προσπαθήσουμε να καθοδηγήσουμε τις εξελίξεις (ή να τις δημιουργήσουμε εμείς) ώστε να πάμε τα πράγματα εκεί που θέλουμε να πάνε.

Λέγεται πως η είσοδος του Τραμπ στο παιχνίδι ως αστάθμητου παράγοντα, και η απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές συμμαχίες όπως με την Ευρώπη, ανατρέπει τα πάντα. Σε αυτήν ακριβώς την διάσταση –και επειδή ο ίδιος ο Τραμπ αναδεικνύει την σχέση του με την Τουρκία του Ερντογάν– καταγράφεται και μια στροφή της ΕΕ στο ζήτημα της Τουρκίας. Όμως πίσω από τις εξελίξεις αυτές, στο υπόστρωμα τις εξελίξεις συνεχίζει να τις καθορίζει η ιστορικής υποχώρηση της Δύσης, και η άνοδος διάφορων Ευρασιατικών πόλων, όπως είναι η Κίνα, η Ρωσία, η Τουρκία κ.ο.κ. Το ζήτημα με την ενδόρρηξη της Δύσης, και της προέλασης των μη δυτικών επεκτατισμών παραμένει και δεν θα το αντιμετωπίσει ο Τραμπ με τον κατευνασμό του, όπως δεν απέτρεψε τον Χίτλερ και την ροπή των πραγμάτων που πυροδότησε ο Τσάμπερλεϊν και οι συμφωνίες του Μονάχου.

Τι συνεπάγεται αυτό το ζήτημα;

Πρώτον, την επιδίωξη εγκαθίδρυσης ενός ολιγοπολικού συστήματος που βασίζεται στην ισχύ και τον διακανονισμό μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, εκμηδενίζοντας τα περιθώρια εθνικής αυτοδιάθεσης των μικρότερων·

Δεύτερον, «το τέλος της δημοκρατίας» και την προώθηση ενός μοντέλου «ενιαίας εκτελεστικής εξουσίας» που συσσωρεύει όλη την ισχύ στα χέρια της καταργώντας έμπρακτα την διάκριση των εξουσιών·

Τρίτον, την παραγωγική παντοδυναμία της Κίνας που οδηγεί στην οριστική υπονόμευση ένα μοντέλο κοινωνίας με ήπιες ανισότητες και εκτεταμένα μεσοστρώματα.

Τέταρτον, και ιδιαίτερα για την Ευρώπη, την ριζική μεταβολή της δημογραφίας, και κατ’ επέκτασιν της εθνικής και πολιτιστικής της φυσιογνωμίας μέσα από την μαζική μετανάστευση μουσουλμανικών πληθυσμών στο εσωτερικό της.

Ενώπιον αυτών των προκλήσεων που αφορούν ιδιαίτερα τον Ελληνισμό σε Ελλάδα και Κύπρο, λόγω της Τουρκίας, και επειδή ευρύτερα βρισκόμαστε στο σύνορο μεταξύ Δύσης και Ανατολής, μια είναι η εναλλακτική προοπτική, εκείνην της αυτοδύναμης Ευρώπης. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, ωστόσο, υφίστανται ορισμένες προϋποθέσεις πολιτικές και ιδεολογικές. Θα πρέπει να χωνέψει η Ευρώπη, ότι ο αποικιακός της εαυτός δεν υφίσταται πια, και επίσης, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα της εσωτερικής της παρακμής: τον εθνομηδενισμό, το woke, την πολυπολιτισμική πολυδιάσπαση.

Στο γεωπολιτικό πεδίο, η αυτοδυναμία της Ευρώπης θα κριθεί σε δύο κυρίως πεδία.

Στη συγκρότηση ενός δακτυλίου στην περίμετρο της Ευρασίας, με μια αραβοϊσραηλινή συνεννόηση, και μια περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων με την Ινδία, την Νότια Κορέα, την Ιαπωνία κ.ο.κ. Έτσι θα επιτευχθεί η ανάσχεση του ευρασανικού επεκτατισμού σε πολλές εκφράσεις του (αποτροπή της κινεζικής οικονομικής παντοδυναμίας, του τουρκικού επεκτατισμού κ.ο.κ.).

Δεύτερον, την οικοδόμηση μιας συνεργατικής σχέσης με την Χριστιανική Αφρική, για να αποτραπεί στις ευρασιανικές δυνάμεις (μεταξύ των οποίων προνομιακά η Τουρκία αν κρίνουμε πως έχει διεισδύσει στις μουσουλμανικές χώρες της) να θέσουν την ήπειρο από τον έλεγχό της.

Εδώ να τονίσουμε την κεντρικότητα της Αφρικής για τον 21ο αιώνα. Και για την δημογραφική της άνοδο –θα καταστεί ρυθμιστής των μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Ευρώπη, αν δεν έχει καταστεί ήδη– και για τον οικονομικό ρόλο και τις προοπτικές ανάπτυξής της, και γιατί δεν έχει κατασταλάξει ως προς τους γεωπολιτικούς της προσανατολισμούς. Και η Τουρκία έχει αντιληφθεί τις διαστάσεις αυτές γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο επιδιώκει με κάθε μέσο να αυξήσει την επιρροή της, επιρροή που στο πεδίο αυτό εξαπλώνεται ξεκάθαρα εναντίον των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Στην στρατηγική της Ευρώπης για την Αφρική, θα πρέπει να αναφερθούμε ξεχωριστά, αλλού, δυστυχώς, καθώς αποτελεί ένα κεφάλαιο που ελάχιστα έχει συζητηθεί, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να αναλυθεί εκτενώς.

Η ελληνική πολιτική, επομένως, πρέπει να οργανωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να επηρεάζει τις εξελίξεις –στο μέτρο των δυνατοτήτων της, φυσικά– προς τις συγκεκριμένες δύο κατευθύνσεις. Και φυσικά, να επεξεργαστούμε αυτήν την στρατηγική και να την προωθήσουμε και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως έναν διακριτό δρόμο επίτευξης της περίφημης ευρωπαϊκής αυτοδυναμίας. Να πείσουμε για την βιωσιμότητα ενός τέτοιου σχεδίου τους μεγάλους πόλους εντός της Ένωσης, μεταξύ αυτών και τα κέντρα εκείνα που εμφανίζονται με ανανεωμένη την δυναμική τους (την Σκανδιναβία, και την Ανατολική Ευρώπη). Δεν είναι τυχαίο ότι η Τουρκία κινείται ήδη προς αυτήν την κατεύθυνση (πέραν των παραδοσιακών συμμαχιών που έχει με την Γερμανία, λογουχάρη). Ακριβώς διότι θέλει να προλάβει τις εξελίξεις ώστε να καταστεί μονόδρομος η προοπτική της ευρωτουρκικής συνεργασίας.

Εδώ ακριβώς έγκειται και η εγκατάλειψη της πρότερής μας οπτικής. Ισχυρίζονται συχνά οι ελληνικοί διπλωματικοί κύκλοι, πως διαπιστώνουν μια κόπωση εντός της ΕΕ και στην Δύση ευρύτερα, από τις ελληνικές διαμαρτυρίες και τους αστερίσκους για την Τουρκική στάση. Αυτή ακριβώς η εντύπωση που μεταδίδουν είναι εξόχως χαρακτηριστική της δικής τους λανθασμένης προσέγγισης σε σχέση με τον ρόλο, το ύφος, και των ειδών των παρεμβάσεων που έχει ανάγκη η χώρα μας.

Εάν οι ελληνικές παρεμβάσεις πραγματοποιούνται με τον τόνο μιας μικρομεσαίας δύναμης που διαρκώς λέει «ναι μεν αλλά» βάζοντας στο τραπέζι τις ίδιες και τις ίδιες αιτιάσεις, προφανώς, αυτή η μανιέρα δεν πρόκειται να προχωρήσει για πολύ. Όταν κανείς όμως παρεμβαίνει από την σκοπιά της υψηλής στρατηγικής, και εισηγείται όχι μόνον τις κόκκινες γραμμές των εθνικών συμφερόντων του, αλλά την προοπτική εκείνη που το μερικό και το συνολικό ταυτίζονται –δηλαδή την στρατηγική μιας Ευρώπης που ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της αυτονομίας της, μεταξύ άλλων, ακριβώς επειδή θωρακίζεται και εναντίον της Τουρκίας, τότε δεν «γκρινιάζει διαρκώς» αλλά διεκδικεί το δικό της μερίδιο στην ηγεσία της Ευρώπης.

Και ένα σχόλιο για τα μεγέθη της ελληνικής ισχύος. Είναι μικρά, σε ότι αφορά στην δημογραφική βαρύτητα, το παραγωγικό βάθος της ελληνικής οικονομίας, την ποιότητα του ελληνικού πολιτικού προσωπικού. Ωστόσο διαθέτουμε σημαντικό γεωπολιτικό κεφάλαιο, παραδόξως έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς της Ευρώπης, και βέβαια υψηλό ιστορικό και πολιτιστικό κεφάλαιο. Όταν δεν το αποδομούμε οι ίδιοι προφανώς. Και μπορούμε με έξυπνες κινήσεις, να καλύψουμε και το χαμένο έδαφος σε ό,τι αφορά στο παραγωγικό έλλειμμα. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε. Διότι υπάρχουν παραδείγματα χωρών, όπως είναι η ακριτική Φινλανδία, ή η Σουηδία, μεταξύ άλλων, που καταφέρνουν παίξουν πολύ ευρύτερο ρόλο από εκείνον που τους αποδίδουν τα μεγέθη τους, και το κάνουν ακριβώς διότι αξιοποιούν άλλα πλεονεκτήματα, και βέβαια την ακριτική τους θέση.

Πηγή

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Δημοφιλή